σκύλος

σκύλος
Δακτυλοβάμον θηλαστικό της οικογένειας των Κυνιδών, της τάξης των σαρκοφάγων. Ανάλογα με τις ράτσες, ο κατοικίδιος σ. (Canis familiaris) έχει σχήμα και όψεις αξιοσημείωτα διαφορετικές· οι διαστάσεις του μπορούν να ποικίλλουν από πάνω από 90 εκ. ύψους ως το ακρώμιο, ως τα 120 κιλά βάρους στο σ. Άγιου Βερνάρδου και λιγότερο από 20 εκ. και 900 γραμμάρια σε μερικές ράτσες νάνους. Το κρανίο του είναι κυρτό· το κεφάλι έχει συνήθως επίμηκες σχήμα και είναι σε θέση oοριζόντια· η ισχυρή οδοντοφυΐα αποτελείται απ 42 - 44 δόντια, από τα οποία οι γομφίοι με τη επίπεδη στεφάνη τους αποδείχνουν ότι η σαρκοφαγία είναι περιορισμένη. Τα μάτια διαφέρουν κατά το σχήμα και το χρώμα ανάλογα με τις ράτσες· τα αυτιά μπορεί να είναι όρθια, πεσμένα ή μισοπεσμένα· το δέρμα έχει μακρύ ή κοντό, απαλό ή σκληρό τρίχωμα με ομοιόμορφο ή ποικίλο χρώμα, μαύρο, γκρίζο, λευκό, ξανθό ή καστανό: ελάχιστες είναι οι ράτσες που δεν έχουν τρίχωμα. Τα μπροστινά πόδια έχουν 5 δάχτυλα και τα πίσω 4, όλα εφοδιασμένα με νύχια όχι ανασταλτά και συνεπώς υποκείμενα σε φθορά. Ο σ. έχει πολύ αναπτυγμένα τα διάφορα όργανα αίσθησης και ιδιαίτερα την όσφρηση. Ο σ. φτάνει σε γενετήσια ωριμότητα στην ηλικία του ενός έτους ή και λιγότερο· η κύηση διαρκεί 2 μήνες και τα μικρά, ο αριθμός των οποίων κυμαίνεται από 2 ως 12 ανάλογα με τη ράτσα και την ηλικία του θηλυκού είναι τυφλά και ανίκανα να προμηθευτούν την τροφή: τη δέκατη ημέρα, τα κουτάβια ανοίγουν τα μάτια, την εικοστή βαδίζουν και εμφανίζουν τους κυνόδοντες και τους άνω κοπτήρες: σ’ ένα μήνα η οδοντοφυΐα είναι πλήρης και αντικατασταίνεται από την οριστική μεταξύ τέταρτου και πέμπτου μήνα. Η ηλικία του σ. καθορίζεται από τη φθορά των δοντιών, που αρχίζει από τους κοπτήρες και επεκτείνεται ύστερα στους κυνόδοντες. Αν και μερικοί σ. μπορούν να ζήσουν 20 χρόνια, γενικά ο σ. δεν ξεπερνά την ηλικία των 15 ετών και στα 10 θεωρείται ήδη γερασμένος. Οι πολυάριθμες φυλές των σημερινών σ. (300 περίπου) είναι ταξινομημένες σε έξι θεμελιώδεις τύπους, που διακρίνονται από εμφανή μορφολογικά χαρακτηριστικά: έχουμε έτσι σ. μολοσσοειδείς, λυκοειδείς, λαγωνικά, ιχνηλάτες, αλωπεκοειδείς και μπασοτοειδείς. Όσον αφορά το σχήμα της κεφαλής, αν η ένωση του ρύγχους με το μέτωπο παρουσιάζει μια καθαρή οροθέτηση ή μια κυρτή ή κοίλη καμπύλη, η φυλή λέγεται ευθύγραμμη, κυρτόγραμμη ή κοιλό-γραμμη. Ανάλογα με το σχήμα του σώματος υπάρχουν φυλές μακρύγραμμες, βραχύγραμμες ή ενδιάμεσες· αντίθετα, για τις μορφολογικές ταξινομήσεις δίνεται μικρότερη προσοχή στην ουρά, στη δομή των ποδιών και στη διάπλαση των αυτιών. Ανάλογα με τις ικανότητες τους και προπάντων ανάλογα με τη χρήση για την οποία προορίζονται, οι διάφοροι σ. μπορούν να καταταχτούν στις επόμενες ομάδες και υποομάδες: σ. κυνηγετικοί. Περιλαμβάνονται οι σ. δρόμου ή ιχνηλασίας και φέρμας. Οι σ. δρόμου, που έχουν ισχυρή όραση και όσφρηση, κυνηγούν ακολουθώντας τη λεία, της επιτίθενται και τη σκοτώνουν. Τυπικά για την ειδικότητα αυτή είναι τα λαγωνικά· σήμερα μερικά απ’ αυτά, όπως τα αγγλικά λαγωνικά και το ισπανικό, αντί για κυνήγι είναι εκπαιδευμένα για κυνοδρομίες. Κάποτε, για το κυνήγι της αρκούδας και του αγριόχοιρου χρησιμοποιούνταν οι μολοσσοί, οι μαστίν και τα μπουλντόγκ που διαθέτουν μεγάλη δύναμη και θάρρος· σήμερα, οι φυλές αυτές χρησιμοποιούνται κυρίως για φρούρηση ή για άμυνα. Για το κυνήγι λαγού, ζαρκαδιού κλπ., χρησιμοποιούνται ο γαλλικός ιχνηλάτης και μερικές συγγενικές φυλές· αντίθετα για να ανακαλύπτουν αλεπούδες και ασβούς στις υπόγειες φωλιές τους, εκπαιδεύονται τα μπασέ και μερικά τεριέ. Αποκλειστικά ελληνική φυλή κυνηγετικών σ. θεωρείται ο ελληνικός ιχνηλάτης, γνωστός ως λαγωνίκα. Σκύλοι φέρμας είναι εκείνοι που δεν ακολουθούν το θήραμα, αλλά, χωρίς να γαυγίζουν, χρησιμοποιώντας την οξύτατη όσφρηση τους, ακολουθούν τα ίχνη του: αφού πλησιάσουν τη λεία τη δείχνουν στον κυνηγό, σταματώντας (φερμάροντάς την). Οι κυριότερες φυλές που χρησιμοποιούνται για το σκοπό αυτόν είναι οι σέτερ, διάφοροι ιχνηλάτες, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζει ο πόιντερ και μερικοί άλλοι. Σ. φέρμας, ιδιαίτερα κατάλληλοι να ανευρίσκουν και να φέρνουν τη λεία στον κυνηγό, είναι ο cocker spaniel, ο springer spaniel και ο Λαβραδόρ· παλιότερα χρησιμοποιούσαν γι’ αυτό το σκοπό και τον ουλότριχα, που αναζητούσε το πληγωμένο ή σκοτωμένο στα έλη θήραμα: σήμερα, ο σ. αυτός χρησιμοποιείται αρκετά σπάνια. φύλακες, ποιμενικοί και για διάφορες χρήσεις σ. Ανήκουν σε πολλές φυλές και είναι εκπαιδευμένοι για τη φύλαξη των κατοικιών, για την επιτήρηση και την άμυνα των μαντριών, για τη σωτηρία ή την άμυνα των ανθρώπων και για τα έλκηθρα. Είναι ζώα ρωμαλέα, θαρραλέα και έξυπνα. Οι κυριότεροι φύλακες σ. είναι ο αγγλικός και ο γαλλικός μαστίν, ο αλανός, ο μπόξερ, ο μολοσσός και ο ντόμπερμαν. Περίφημοι σκύλοι, ικανοί να αντέχουν στο πιο έντονο κρύο, είναι εκείνοι της Σιβηρίας, του Καναδά και της Αλάσκας, που ανήκουν στη σαμογετική, στη χουσκική και στην εσκιμωική φυλή. Ζευγμένοι κατά διάφορους τρόπους - ριπιδοειδώς ή σε φάλαγγα ή κατά ζεύγη - χρησιμοποιούνται για την έλξη των ελκήθρων στις πολικές περιοχές: αν το έδαφος δεν είναι ιδιαίτερα ανώμαλο, καθένα από τα ζώα αυτά μπορεί να μεταφέρει την ημέρα, για μερικές δεκάδες χλμ. φορτίου 100 περίπου κιλών. Οι σ. αυτοί του Βορρά είναι θαυμάσιοι επίσης για επιτήρηση και άμυνα κοπαδιών ταράνδων, γιατί όταν τύχει δε διστάζουν να επιτεθούν στις αρκούδες και στους λύκους που απειλούν ανθρώπους και ζώα. σαλονιού ή συνοδείας σ. Αποτελούν μια ομάδα από διάφορες φυλές συχνά μικρών διαστάσεων. Από τους πολλούς, αναφέρονται οι ουλότριχες, το μικρό ιταλικό λαγωνικό, το μαλτέζικο, μερικά αλωπεκοειδή, τα βελγικά γκριφόν, διάφορα μικρά τεριέ, το γαλλικό μπουλντόγκ, το πεκινουά και το ιαπωνικό. Εξαιτίας των συχνών επαφών, οι σ. σαλονιού μπορούν να μεταβιβάσουν ευκολότερα από τους άλλους στον άνθρωπο εχινόκοκκους και βοτρυοκέφαλους, τσιμπούρια κ.ά. Όλοι οι σ., εξάλλου υπόκεινται στη λύσσα, αρρώστια πολύ σοβαρή, που συνήθως μεταδίνεται με το δάγκωμα. άγριοι σ. Με εξαίρεση τον ντίνγκο, το λύκο, το κογιότ και το τσακάλι, τα οποία αναφέρονται σε ιδιαίτερα άρθρα, από τα άγρια είδη του γένους canis αναφέρονται: ο καμπερού ή σ. της Σεμιέν, που εμφανίζεται προπάντων στις ορεινές περιοχές της Σεμιέν (Αιθιοπία) κι έχει ύψος ως το ακρώμιο 80 περίπου εκ. η εμφάνιση του οποίου θυμίζει το τσακάλι και το λύκο· ο μαγγελανικός σ., λυκοειδούς τύπου, διαδομένος, από τη Χιλή ως την Παταγονία· ο σ. της Καραϊβικής, που στερείται τριχώματος και ζει μέχρι σήμερα στις Αντίλλες και στο Μεξικό, όπου είχε παρατηρηθεί από τους πρώτους Ευρωπαίους εξερευνητές· και τέλος οι λεγόμενοι σ., παρίες, οι οποίοι σε διάφορες μορφές, βρίσκονται σε εκτεταμένες ζώνες της Ασίας και της Αφρικής και σε μερικούς ιθαγενείς πληθυσμούς είναι κάποτε ημικατοικίδιοι. Η οδοντοφυΐα του σκύλου είναι πλήρης σε ένα μήνα από τη γέννησή του, διαφέρει όμως στις διάφορες ηλικίες: Α) 8 μηνών Β) 15 μηνών Γ) 2 ετών Δ) 5 ετών. Κουτάβια μπασέ φέρμας. Τα σκυλιά της φυλής αυτής γεννούν από ένα έως εφτά και μερικές φορές δώδεκα. Σκύλος στην υπηρεσία Ρώσου στρατιώτη, με σκοπό τον έλεγχο δρόμου (φωτ. ΑΠΕ). Σκύλοι ράτσας μπέντλυγκτον τεριέ στη γραμμή εκκίνησης σε διαγωνισμό σκύλων στη Στοκχόλμη (φωτ. ΑΠΕ). Συμμετοχή σκύλου σε πολεμικές επιχειρήσεις (φωτ. ΑΕΠ). Σκύλος ράτσας λαβραδόρ (φωτ. ΑΠΕ). Σκύλος ράτσας γιόρκσαϊρ τεριέ (φωτ. ΑΠΕ)
* * *
(I)
ο, ΝΜΑ, και θηλ. σκύλα, Ν
νεοελλ.
1. είδος σκυλόψαρου
2. κάθε είδος καρχαρία
3. το θηλ. η σκύλα
α) θηλυκό σκυλί
β) ναυτ. κομμάτι αλυσίδας με την οποία ασφαλίζεται η αλυσίδα τής άγκυρας από το ενδεχόμενο να χαλαρώσει ή να ξεφύγει στη θάλασσα
4. μτφ. α) άνθρωπος σκληρόκαρδος («σκύλα, και που είναι ο Κωνσταντής, ο μικροκωνσταντίνος;», δημ. τραγούδι)
β) άπιστος
5. φρ. α) «γίνομαι σκύλος [ή σκύλα]» — οργίζομαι πάρα πολύ
β) «σαν τον σκύλο με τη γάτα» — λέγεται για εκείνους που φιλονικούν διαρκώς μεταξύ τους, για ασυμβίβαστους χαρακτήρες
6. παροιμ. α) «θέλει και την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο» — λέγεται για εκείνους που έχουν την αξίωση να διεκπεραιώσουν μια υπόθεσή τους ή να τούς παρασχεθεί κάτι, χωρίς κανένα κόστος, χωρίς κανένα αντάλλαγμα εκ μέρους τους
β) «αν δέν κουνήσει η σκύλα την ουρά της δεν πάνε τα σκυλιά κοντά της» — οι γυναίκες που δίνουν αφορμές και προκαλούν τους άνδρες φέρουν οι ίδιες την ευθύνη για τις ερωτοτροπίες και τις παρενοχλήσεις τών ανδρών σε βάρος τους
γ) «ομπρός φίλος και πίσω σκύλος» — λέγεται για άνθρωπο κόλακα και δόλιο, που προσποιείται τον φίλο, αλλά στην πραγματικότητα είναι άσπονδος εχθρός και δαγκώνει κρυφά όπως το κρυφόσκυλο
νεοελλ.-μσν.
κατοικίδιο σαρκοφάγο θηλαστικό που σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια κυνίδες, σκυλί
αρχ.
μικρό σκυλάκι, νεογνό σκύλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκυλ- τού αρχ. σκύλ-αξ «μικρός σκύλος», κατά τα αρσ. σε -ος (πρβλ. και τον τ. που παραδίδει ο Ησύχ. «σκύλλον
την κύνα λέγουσιν»)].
————————
(II)
και σκῡλος, -ους, -εος, τὸ, Α
1. δέρμα ζώου, δορά («τὸ δὲ σκῡλος ἀνδρὶ καλύπτρη», Καλλ.)
2. ο εξωτερικός φλοιός καρυδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκύλλω «ξεσχίζω». Ο τ. σκῦλος με -- πιθ. κατά το σκῦτος ή, κατ' άλλους, αποτελεί εσφ. γρφ. αντί τού σκῦτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σκύλος — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκύλος — ο θηλ. σκύλα 1. σκυλί. 2. είδος ψαριού. 3. φρ., «Έγινε σκύλος», οργίστηκε πολύ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γάτος ή σκύλος — Ψάρι γνωστό με την επιστημονική ονομασία σκυλόρρινος το κυνάριο. Ανήκει στην οικογένεια των σκυλιορρινιδών. Είναι αδηφάγο σκυλόψαρο, με μέσο μήκος 80 εκ., πολύ διαδεδομένο στις ακτές της Μεσογείου και του Ατλαντικού. Το σώμα του είναι… …   Dictionary of Greek

  • δαλματικός — Σκύλος ρωμαλέος, ανθεκτικός και ευκίνητος, κατάλληλος για φύλαξη. Το αρσενικό έχει ύψος 55 60 εκ. στο ακρώμιο και το θηλυκό 50 55 εκ. Το τρίχωμά του είναι καθαρό και λευκό, αλλά διάστικτο σε όλο το σώμα με πολυάριθμα στρογγυλά στίγματα, μαύρα ή… …   Dictionary of Greek

  • μολοσσός — Σκύλος εξαιρετικά ρωμαλέος και θαρραλέος, από τον οποίο χαρακτηρίστηκε και ο τύπος των μολοσσοειδών. Κατά την αρχαιότητα υπήρχαν μακεδονικοί και ρωμαϊκοί μολοσσοί· ο σημερινός μ. προέρχεται από μια φυλή που ζει από αιώνες στην Καμπανία της… …   Dictionary of Greek

  • σκύλην — σκύλος neut acc sg σκυλάω imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic) σκυλάω imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκύλους — σκύλος neut gen sg (attic epic doric) σκυλόω veil imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κανδαύλης — Κανδαύλης, ὁ (Α) 1. λυδική ονομασία τού Ερμή 2. όνομα Λυδού βασιλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Η κλητική Κανδαύλα χρησιμοποιούνταν στην Αρχαία ως επίκληση όπως το κυνάγχα (επίκληση στον Ερμή κατά το παιχνίδι τών ζαριών) < κύων, κυν ός + ἄγχω «πνίγω,… …   Dictionary of Greek

  • κύων — ο, η (AM κύων, κυνός, ό, ή) 1. σκύλος («Τηλέμαχον δὲ περίσσαινον κύνες ὑλακόμωροι», Ομ. Οδ.) 2. (ως υβριστική λέξη) θρασύς, αναιδής και αναίσχυντος σαν τον σκύλο («δᾱερ ἐμεῑο κυνός, κακομηχάνου ὀκρυοέσσης», Ομ. Ιλ.) 3. πιστός σαν τον σκύλο… …   Dictionary of Greek

  • άρθρο — Κλιτό μέρος του λόγου· γενικά μονοσύλλαβες λέξεις που μπαίνουν πριν από τα πτωτικά. Κατά την άποψη ορισμένων αρχαίων γραμματικών και νεότερων γλωσσολόγων, η χρήση του ά. ήταν εντελώς άγνωστη στα χρόνια του Ομήρου· κατ’ άλλους όμως η αρθρική χρήση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”